αγκανάρω

αγκανάρω
Ι. (ενεργ·)
1. κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω
2. ενοχλώ, ερεθίζω, στενοχωρώ
3. προτρέπω επίμονα, εξαναγκάζω, επιβάλλω
παθ.
1. πιέζομαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις μου
2. δυσφορώ, αγανακτώ, στενοχωριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ingannare (= εξαπατάν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”